Σαράντα καί πάνω χρόνια μετά τήν ἐμφάνισή του στήν ποίηση, μπορεῖ νά πεῖ κανείς πώς τό ἔργο τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου, σημαντικό σ’ ἔκταση ἀλλά καί σέ βάθος, ἔχει ἐξασφαλίσει πιά τήν ἀναγνώριση τῆς ἀξίας του, ὡς συμβολή στόν τομέα τῶν σύγχρονων ἑλληνικῶν γραμμάτων.
Μά πάνω ἀπ’ ὅλα, τό ἔργο αὐτό καθρεπτίζει πιστά μιά ζωή σφραγισμένη ἀπό βαθύ ἦθος, ἀπό μιάν εὐγενέστατη ἀντίληψη τῶν ὑποχρεώσεων τοῦ πολίτη, ἀπό μιάν ὑποδειγματική πνευματική συνοχή μέσα στήν πολυτάραχη λογοτεχνική ζωή τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας.
Ὁ Βρεττάκος ἐμπιστεύθηκε στήν ποίηση τό μήνυμά του, ἕνα μήνυμα ἀγάπης καί πίστης στήν ἀνθρώπινη ἀλληλεγγύη, στήν κοινωνική δικαιοσύνη στήν εἰρήνη. Μολονότι τά γεγονότα καί οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν γιά ν’ ἀκρωτηριάζουν συνεχῶς τό ἀνθρωπιστικό του ὄνειρο, αὐτός ἔμεινε πάντα σφιχτά κρατημένος ἀπ’ αὐτό μέ τήν ἐμμονή τῆς ἀποκαρδίωσης. Μιά τέτοια πίστη δέν εἶναι ἀφηρημένη καί διανοουμενίστικη ἀλλά πηγάζει ἀπό μιά γνήσια ἐσωτερική παρόρμηση. Μάλιστα, οἱ κριτικοί τόν ἀποκαλοῦν συνήθως, κατά ἕνα γενικό καί ἀόριστο τρόπο, «ποιητή τῆς ἀγάπης καί τῆς αἰσιοδοξίας».
Πραγματικά, ἄν δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση τό ὅτι ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ γιά τόν Βρεττάκομιάν ἀδήριτη ἀνάγκη, ἡ αἰσιοδοξία δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ προβολή τοῦ συναισθήματός του στόν κόσμο τῶν ὀνείρων. Μόλις ἔρθει σ’ ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, ἡ αἰσιοδοξία του ἀποκαλύπτεται ἀκριβῶς σκιά ὀνείρου. Καί ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη του γίνεται γι’ αὐτόν πηγή ἀπογοητεύσεων καί πικρῆς ὸδύνης. Ἀγαπᾶ στ’ ἀλήθεια τή φύση καί τή ζωή ἀλλά δέν τοῦ λαχαίνει πάντα νά φτάνει τόν φυσικό παραλήπτη τοῦ μηνύματός του, τόν ἄνθρωπο. Ἀπ’ αὐτήν ἀκριβῶς τή δυσκολία ἀνακύπτει ἡ πιό βασανισμένη κι ἐπώδυνη διχοστασία τοῦ ποιητή. Ἡ ἀστοχημένη πραγμάτωση τῆς λαχτάρας του νά ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἄνθρώπους καί νά ἐξωτερικεύει τήν ἀνάγκη του γιά ἀγάπη, ἔχει σάν ἀποτέλεσμα μιά κατάσταση στέρησης καί θλίψης πού δεσπόζει κυρίως στα ἔργα τῆς νεανικῆς του περιόδου.
Ἡ περίοδος τῆς ὡριμότητας χαρακτηρίζεται κυρίως ἀπό τήν ἀνακάλυψη τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν συνακόλουθη παλινδρόμηση ἀνάμεσα σ’ ἐλπίδα καί ἀπογοήτευση, ἀνάμεσα στόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἀποθάρρυνση. Πραγματικά, ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο, ὅσο ἔντονα κι ἄν εἶναι ἐπιθυμητή, ἀποτελεῖ μιά δραματική καί τραυματική ἐμπειρία. Ἐνῶ προσφέρεται στόν ἄνθρωπο, ὁ ποιητής αἰσθάνεται νά ἀπωθεῖται ἀπ’ αὐτόν. Οἱ αὐθαιρεσίες καί οἱ βιαιοπραγίες τείνουν νά ἐκμηδενίσουν τή δίψα του γιά ἰσότητα κι ἀδελφοσύνη. Ἀναπαράγεται συνεπῶς καί σ' αὐτή τή φάση, ἡ διχοστασία πού φαινόταν νά ἔχει ὑπερνικηθεῖ καί πού ἀντίθετα γίνεται πρόξενος πληγῶν. Κι ὅπως στη σφαίρα τοῦ συναισθήματος, ἐναλλάσσονται μέσα του ἡ αἰσιοδοξἰα καί ἡ ἀπογοήτευση, ἔτσι καί στόν ἰδεολογικό τομέα ἡ ἔνθερμη ἀγωνιστικότητα δίνει καμιά φορά τή θέση της στόν πειρασμό τῆς φυγῆς (ἀλλά ὄχι καί τῆς ἀποφυγῆς τῶν ὑποχρεώσεων, τοῦ πολίτη). Ἡ σύγκρουση ὅμως, πέρα ἀπ’ τό ὅτι εἶναι ἐσωτερική καί προσωπική, ὀφείλεται στα πράγματα, βγαίνει ἀπό τά ἱστορικά καί πολιτικά καθέκαστα πού ὁ ποιητής τά βιώνει συμμετέχοντας βαθύτατα σ' αὐτά.
Ὁ Βρεττάκος, πάντοτε πίστεψε στην ἀποστολή τοῦ ποιητῆ καί ἡ πίστη του αὐτή πηγάζει ἀπό εἰλικρινή ἠθική καί πολιτική πεποίθηση. Ὅσο κι ἄν ἡ πείρα τόν ἔχει διδάξει ὅτι «λίγα δύνονται»οἱ ποιητές μπροστά στις καταπιεστικές ἐνέργειες τῶν ἰσχυρῶν, ὁ Βρεττάκος συνεπής μέ τις δημοκρατικές καί προοδευτικές ἰδέες του, ἀγωνίστηκε πάντοτε σθεναρά ἐνάντια σε δικτάτορες καί καταπιεστές, ὑπερασπιζόμενος τά δικαιώματα τῶν ἀδυνάτων καί τῶν καταδιωγμένων.
Σεμνός καί ἀπαθής ἀντίκρυ στην κραυγαλέα διαφήμιση, ὁ Βρεττάκος καταφέρνει νά ζεῖ ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς ἀλλοτριωτικές στρεβλώσεις τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ. Τό νά γράφει στίχους εἶναι γι’ αὐτόν ἕνας τρόπος ἤ μᾶλλον εἶναι ὁ τρόπος νά ὑπάρχει, ν’ ἀνακαλύπτει καί νά πραγματώνει τόν ἑαυτό του. Ἡ ποίηση του εἶναι, λοιπόν, πάντοτε αύτοβιογραφική ακόμα καί τίς λίγες ἐκεῖνες φορές πού τό ἄμεσο νόημά της παρουσιάζεται ἐξωτερικά συγκαλυμμένο. Σ' αὐτή τήν τάση προς τήν ἐξομολόγηση, τήν ἐνδοσκοπική ἀνάλυση, τό διάλογο μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τούς ἄλλους, ὀφείλεται καί τό ὅτι ἀκόμα καί ὁ πηγαῖος λυρισμός του στρέφεται προς χαμηλούς τόνους.
Ποιητής ἀπό ἔνστικτο, ὁ Βρεττάκος διαθέτει φλέβα εὔκολη καί πληθωρική, πού δέν κατορθώνει πάντα νά τήν πειθαρχήσει καί νά τή συγκρατήσει. Μέσα ἀπ’ τήν ἐμπειρία διαφόρων τεχνοτροπιῶν καί ποιητικῶν σχολῶν, ἀπό τίς παραδοσιακές ὥς τίς πιό προωθημένες, πού διαδέχθηκαν ἡ μία τήν ἄλλη στην Ἑλλάδα, πρίν καί μετά ἀπ’ τόν Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁ Βρεττάκος ἐπέτυχε, ὅπως κάθε ἀληθινός ποιητής, νά κατακτήσει μιά δική του γλώσσα πού δέν μπορεῖ κανείς νά τή συγχύσει μέ καμιάν ἄλλη. Προσφεύγοντας σ' ἕνα ὕφος ἀπέριττο ἤ ἀκόμα καί ἀτημέλητο, α’ ἕνα λεκτικό ἁπλό ἀλλά εὐκρινές, ὁ Βρεττάκος προτείνει ἐκλπηκτικά τίς λυρικές εἰκόνες του δομώντας τες μέ γλωσσικά ὑλικά πού τά ἀντλεῖ ἀπό τόν καθημερινό λόγο. Στην ἐπιθυμία του νά εἶναι σαφής δέν καταφέρνει πάντα νά ἀποφεύεγι τίς ἐπαναλήψεις καί τίς περισσολογίες. Τέτοια μειονεκτήματα, πέρα ἀπό μιά κάποιαν ἔμφαση, παρατηροῦνται στίς πιό πολύστιχες ποιητικές συνθέσεις του -μερικές εἶναι ἀληθινά καί γνήσια ἐπύλλια- πού ἔχει γράψει ὁ Βρεττάκος, ὑποκύπτοντας σέ μιά τάση παρατηρημένη σε πολλούς νεότερους ποιητές στην Ἑλλάδα, καί πού ἐκτός ἀπό λίγες ἐξαιρέσεις, δέν εἶναι ἔργα ἱκανά νά συγκαταλεχθοῦν ἀνάμεσα στα καλύτερα δημιουργήματα τοῦ ποιητῆ.